μοσχ(ο)αναθρεμμένος — και μοσκ(ο)αναθρεμμένος, η, ο αναθρεμμένος από τους γονείς του με υπερβολικές φροντίδες και περιποιήσεις, καλοαναθρεμμένος («κυρά μ , τη θυγατέρα σου τη μοσχαναθρεμμένη», δημ. τραγούδι). επίρρ... μοσχ(ο)αναθρεμμένα με πολλές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
υπερεκθεραπεύω — Α με υπερβολικές περιποιήσεις προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκθεραπεύω «με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον»] … Dictionary of Greek
γαλίφης — και γαλοῡφος και γαλούφης, α και ω και γαλίφισσα, ικο ο κόλακας, αυτός που προσπαθεί να πετύχει κάτι με κολακευτικά λόγια και υπερβολικές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gaglioffo «αχρείος, μωρός, ουτιδανός, ανίκανος»] … Dictionary of Greek
εκθεραπεύω — ἐκθεραπεύω (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον … Dictionary of Greek
ευθεράπευτος — η, ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, ον) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος αρχ. 1. αυτός που βοηθιέται εύκολα 2. αυτός που διορθώνεται εύκολα 3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω] … Dictionary of Greek
ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… … Dictionary of Greek
θαμίζω — (Α) [θαμά] 1. συχνάζω, πηγαίνω σε κάποιο μέρος συχνά («διὸ δὴ... οὐ θαμίζω εἰς τούσδε τοὺς τόπους», Πλάτ.) 2. είμαι συνηθισμένος σε κάτι («οὔτι κομιζόμενός γε θάμιζεν» δεν είχε συνηθίσει στις περιποιήσεις, Ομ. Οδ.) 3. ασχολούμαι συχνά με κάτι… … Dictionary of Greek
ιδιαίτερος — η, ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, έρα, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» ο τόπος γέννησης γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν… … Dictionary of Greek
κανάκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 23 κάτ.) της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρυμαλίας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Μ κανάκι) νεοελλ. συν. στον πληθ. τα κανάκια 1. τρυφερές εκδηλώσεις, χάδια, γλυκά λόγια, καλοπιάσματα 2. (για παιδιά)… … Dictionary of Greek
κανακάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη μωραγιάνης και βεκίλης πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 στην… … Dictionary of Greek