περιποιήσεις

περιποιήσεις
περιποίησις
keeping safe
fem nom/voc pl (attic epic)
περιποίησις
keeping safe
fem nom/acc pl (attic)
περιποιέω
cause to remain over and above
aor subj act 2nd sg (epic)
περιποιέω
cause to remain over and above
fut ind act 2nd sg
περιποιέω
cause to remain over and above
aor subj act 2nd sg (epic)
περιποιέω
cause to remain over and above
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μοσχ(ο)αναθρεμμένος — και μοσκ(ο)αναθρεμμένος, η, ο αναθρεμμένος από τους γονείς του με υπερβολικές φροντίδες και περιποιήσεις, καλοαναθρεμμένος («κυρά μ , τη θυγατέρα σου τη μοσχαναθρεμμένη», δημ. τραγούδι). επίρρ... μοσχ(ο)αναθρεμμένα με πολλές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • υπερεκθεραπεύω — Α με υπερβολικές περιποιήσεις προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκθεραπεύω «με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • γαλίφης — και γαλοῡφος και γαλούφης, α και ω και γαλίφισσα, ικο ο κόλακας, αυτός που προσπαθεί να πετύχει κάτι με κολακευτικά λόγια και υπερβολικές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gaglioffo «αχρείος, μωρός, ουτιδανός, ανίκανος»] …   Dictionary of Greek

  • εκθεραπεύω — ἐκθεραπεύω (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ευθεράπευτος — η, ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, ον) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος αρχ. 1. αυτός που βοηθιέται εύκολα 2. αυτός που διορθώνεται εύκολα 3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω] …   Dictionary of Greek

  • ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… …   Dictionary of Greek

  • θαμίζω — (Α) [θαμά] 1. συχνάζω, πηγαίνω σε κάποιο μέρος συχνά («διὸ δὴ... οὐ θαμίζω εἰς τούσδε τοὺς τόπους», Πλάτ.) 2. είμαι συνηθισμένος σε κάτι («οὔτι κομιζόμενός γε θάμιζεν» δεν είχε συνηθίσει στις περιποιήσεις, Ομ. Οδ.) 3. ασχολούμαι συχνά με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ιδιαίτερος — η, ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, έρα, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» ο τόπος γέννησης γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • κανάκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 23 κάτ.) της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρυμαλίας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Μ κανάκι) νεοελλ. συν. στον πληθ. τα κανάκια 1. τρυφερές εκδηλώσεις, χάδια, γλυκά λόγια, καλοπιάσματα 2. (για παιδιά)… …   Dictionary of Greek

  • κανακάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη μωραγιάνης και βεκίλης πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”